Ο ίλιγγος
Ο ίλιγγος είναι το πιο συχνό σύμπτωμα προσέλευσης ενός ασθενούς στον ιατρό. Αν θα θέλαμε να δώσουμε έναν ορισμό αυτής της κατάστασης, θα λέγαμε ότι είναι η ψευδαίσθηση της κίνησης, που βιώνει ο ασθενής και αφορά είτε το σώμα του, είτε το περιβάλλον. Στην πρώτη περίπτωση ο ασθενής αισθάνεται μία τάση για περιστροφή, ώθηση, τάση για πτώση ή αιώρηση του σώματος προς όλες τις κατευθύνσεις ενώ στη δεύτερη περίπτωση ο ασθενής έχει την ψευδαίσθηση μεταβολής ή κίνησης ενός σταθερού κατά τα άλλα περιβάλλοντος, ενώ ο ίδιος παραμένει ακίνητος. Οι ασθενείς συχνά περιγράφουν τον ίλιγγο ως αίσθημα ζάλης, ναυτίας (που ενδεχομένως συνοδεύεται και από τάση προς εμετό), αίσθημα “σαν μέθη”, αστάθεια στο βάδισμα, “αβεβαιότητα”, ενδεχομένως σε σκοτεινό περιβάλλον ή ”ανισσοροπία”. Χωρίς αμφιβολία, ο ίλιγγος είναι σύμπτωμα συχνά εξουθενωτικό για τον ασθενή, συνοδεύεται συχνά από έντονο άγχος κι αίσθημα αβεβαιότητας κι επιβαρύνει στην εμμένουσα μορφή του την ποιότητα της καθημερινής ζωής
Πού οφείλεται ο ιλιγγος;
Καθώς μία πλειάδα οργάνων και συστημάτων του οργανισμού συμμετέχει στη λειτουργία της ισορροπίας (εγκέφαλος, λαβύρινθος, μάτια, μυοσκελετικό σύστημα), η αιτιολογία του ιλίγγου είναι πολύπλοκη και η διερεύνηση της απαιτεί ενδελεχή έλεγχο πολλών οργάνων και σίγουρα συνεργασία πολλών ιατρικών ειδικοτήτων. Είναι σημαντικό να τονιστεί η εμπλοκή του ψυχογενούς παράγοντα είτε στην αιτία του ιλίγγου καθεαυτού είτε σε δεύτερο στάδιο όταν η οργανική αιτία του ιλίγγου δεν αντιμετωπιστεί επαρκώς.
Tέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένας μεγάλος αριθμός ευρέως συνταγογραφούμενων φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει ίλιγγο: Αντιυπερτασικά (μετοπρολόλη, ραμιπρίλη, καντεσαρτάνη), διουρητικά (φουροσεμίδη, τορασεμίδη), αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά ακόμη κι “αθώα” ηρεμιστικά ευθύνονται για τα συμπτώματα αυτά, ενώ είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι και τα φάρμακα κατά της ναυτίας (π.χ. διμενυδρινάτη) μπορούν επίσης να προκαλέσουν ζάλη! Επομένως η λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού κι η αφιέρωση επαρκούς χρόνου στη διερεύνηση του ασθενούς με ιλιγγο είναι πρωτεύουσας σημασίας.
Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντική η διάκριση μεταξύ κεντρικού και περιφερικού ιλίγγου. Ο πρώτος οφείλεται σε βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος (για παράδειγμα σκλήρυνση κατά πλάκας, εγκεφαλίτιδα, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, όγκοι, αποστήματα εγκεφάλου-παρεγκεφαλίδας κ.α.). Συνηθέστερα όμως ο ίλιγγος είναι περιφερικής αιτιολογίας και οφείλεται σε παθήσεις του οργάνου της ισορροπίας που βρίσκεται στο εσωτερικό του αυτιού (λαβύρινθος και αιθουσαία νεύρα). Επομένως η λεπτομερής νευροωτολογική εξέταση από ειδικό Ωτορινολαρυγγολόγο είναι το Α και το Ω της προσέγγισης του ασθενούς με ίλιγγο.
Πως εξετάζει ο Ωτορινολαρυγγολόγος τον ασθενή με ίλιγγο;
H εξέταση γίνεται καταρχήν με τη λεπτομερή λήψη ιστορικού, με μία απλή εξέταση των αυτιών με το μικροσκόπιο (ωτομικροσκόπηση) και με μία εξέταση της ακοής στο ιατρείο Στη συνέχεια ακολουθεί η εξέταση με τα ειδικά γυαλιά Frenzel, που καταργούν την οπτική προσήλωση και επιτρέπουν τη μεγιστοποίηση των αντανακλαστικών κινήσεων των ματιών (“νυσταγμός”) που συνοδεύουν τις παθήσεις του λαβυρίνθου. H εξέταση του είδους του νυσταγμού (κινήσεις που τον προκαλούν, φορά, διάρκεια) θα κατευθύνει την διαγνωστική σκέψη προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Μία σειρά συγκεκριμένων κλινικών δοκιμασιών (Halmagyi, Romberg, Unterberger) είναι απαραίτητη για τη διάγνωση.
Με ποιες αιτίες του ιλίγγου ασχολείται ο Ωτορινολαρυγγολόγος;
Αντικείμενο του Ωτορινολαρυγγολόγου είναι ο περιφερικός ίλιγγος, ο οποίος στην κλασσική μορφή του (ωστόσο όχι πάντα) συνοδεύεται από ναυτία, εμέτους, μονόπλευρη απώλεια ακοής ή και βουητό.
Περιφερικός ίλιγγος
Οι πιο κοινές αιτίες περιφερικού ιλίγγου είναι:
Αιθουσαία ημικρανία: η “γνωστή άγνωστη” αιτία ιλίγγου
Η αιθουσαία ημικρανία είναι μια ειδική μορφή ημικρανίας, η οποία είναι γνωστή στον κλάδο της νευρολογίας ήδη από τη δεκαετία του 1980. Στην κλινική πράξη του Ωτορινολαρυγγολόγου η πάθηση δεν είναι και τόσο σπάνια καθώς κάθε δέκατος ασθενής με ίλιγγο μπορεί να πάσχει από αυτήν. Στην αιθουσαία ημικρανία τα επεισόδια ημικρανίας συνοδεύονται από ίλιγγο και ναυτία με ποικίλουσα χρονική συσχέτιση. Σε κάποιες περιπτώσεις αιθουσαίας ημικρανίας ο πονοκέφαλος μπορεί να απουσιάζει με τον ίλιγγο να αποτελεί το κύριο ή και το μοναδικό σύμπτωμα! Στην κλασική μορφή της πάθησης ο ημικρανικός πονοκέφαλος (σφύζουσα κεφαλαλγία, διάρκειας από 4 εώς 72 ώρες, φωτοφοβία, ηχοφοβία, με επιδείνωση στη σωματική δραστηριότητα, λήψη συγκεκριμένων τροφών κι ενίοτε “αύρα”) συνοδεύεται από ίλιγγο ποικίλης μορφής (περιστροφικός ίλιγγος, αίσθημα ζάλης ή ναυτία που εκλύεται από οπτικά ερεθίσματα).
Η διάγνωση δεν είναι εύκολη, καθώς η νόσος δεν έχει χαρακτηριστικά συμπτώματα, κι απαιτεί εμπειρία και γνώση της νόσο. Στηρίζεται στη λεπτομερή λήψη ιστορικού και στον αποκλεισμό όλων των άλλων αιτίων ιλίγγου.
Η θεραπεία συνίσταται στην αποφυγή τυχόν εκλυτικών παραγόντων και στη χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών με σκοπό την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων στην οξεία φάση (κατασταλτικά του λαβυρίνθου, βενζοδιαζεπίνες, τρυπτάνες) και την πρόληψη επόμενων επεισοδίων (π.χ. μετοπρολόλη).
Ίλιγγος και παιδί
Η ζάλη και οι διαταραχές της ισορροπίας δεν είναι σπάνιες σε παιδιά. Ωστόσο, η συχνότητα των αιτίων διαφέρει σημαντικά σε σχέση με τους ενήλικες. Μετά τον αποκλεισμό της ορθοστατικής υπότασης και ψυχογενών αιτίων, η αιθουσαία ημικρανία είναι πολύ συχνή σε αυτή την ηλικιακή ομάδα και αντιπροσωπεύει περίπου το 50% των διαγνώσεων. Όχι σπάνια είναι στην κατηγορία αυτή η αιθουσαία νευροπάθεια μετά από οξεία λαβυρινθίτιδα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η αιτία μπορεί να εντοπιστεί μέσω της λήψης ιστορικού και χωρίς τη πραγματοποίηση πολύπλοκων και κουραστικών για το παιδί πρόσθετων εξετάσεων. Τα καλά νέα είναι ότι οι πιο κοινές αιτίες ζάλης στα παιδιά είναι” αθώες”, έχουν μια καλοήθη πορεία και μπορούν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς.
Έχοντας πραγματοποιήσει μία εξάμηνη αποκλειστική εκπαίδευση στο εξαιρετικά εξοπλισμένο Εργαστήριο Νευροωτολογίας της Πανεπιστημιακής Κλινικής του Νοσοκομείου του Erlangen κι έχοντας αναλάβει τη επιστημονική διεύθυνση του Εργαστηρίου από το 2019, ο ιατρός διαθέτει τεράστια εμπειρία στη διαγνωστική προσέγγιση και θεραπεία των ασθενών με ίλιγγο.