Οι παραθυρεοειδείς αδένες είναι τέσσερις αδένες που βρίσκονται πίσω από τον θυρεοειδή αδένα, με φυσιολογικό βάρος που κυμαίνεται από 30 έως 50 mg. Η κλασική περιγραφή των αδένων με μορφή που μοιάζει με φακή και χρώμα καστανοκίτρινο προσκρούει στην χειρουργική-ανατομική πραγματικότητα που θέλει τους αδένες αυτούς να παρουσιάζουν μία αξιοσημείωτη ποικιλομορφία.
Για το λόγο αυτό, όσοι συνάδελφοι ασχολούνται με τη χειρουργική των παραθυρεοειδών αδένων διηγούνται συχνά την εμπειρία τους από περιπτώσεις, κατά τις οποίες η εντόπιση ενός από τους κάτω παραθυρεοειδείς διήρκεσε πολλές ώρες, μέχρι τελικά η χειρουργική παρασκευή να εντοπίσει τον παραθυρεοειδή στον οπισθοοισοφαγικό χώρο, σε επαφή με το αορτικό τόξο ή και βαθύτερα στο ανώτερο μεσοθωράκιο! Η άρτια προεγχειρητική απεικόνιση κι η ενδελεχής μελέτη των απεικονιστικών ευρημάτων από τον ιατρό που θα χειρουργήσει τον υπερπαραθυρεοειδικό ασθενή μπορεί να συμβάλει στην ελάττωση (όχι όμως και στην εξάλειψη) αυτών των απαιτητικών περιπτώσεων.
Οι παραθυρεοειδείς αδένες ρυθμίζουν το ασβέστιο μέσω έκκρισης παραθορμόνης (PTH). Όταν τα επίπεδα του ασβεστίου του ορού μειωθούν, οι παραθυρεοειδείς αδένες απελευθερώνουν την παραθορμόνη, η οποία αυξάνει την επαναπορρόφηση του ασβεστίου στους νεφρούς και διεγείρει την “οστεοκλαστική” δραστηριότητα (κι επομένως την απελευθέρωση ασβεστίου) στα οστά. Ο υπερπαραθυρεοειδισμός είναι μια διαταραχή που ορίζεται ως η υπερβολική παραγωγή παραθορμόνης λόγω της υπερδραστηριότητας ενός ή περισσότερων παραθυρεοειδών αδένων.
Παραθυρεοειδεκτομή
Παραθυρεοειδεκτομή είναι η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση ενός ή περισσότερων παραθυρεοειδών αδένων σε ασθενή που πάσχει από υπερπαραθυρεοειδισμό. Οι περισσότεροι ασθενείς με υπερπαραθυρεοειδισμό έχουν ένα μόνο παραθυρεοειδές αδένωμα, ένα μικρότερο ποσοστό (έως και 10%) μπορεί να έχει περισσότερα του ενός αδενώματα, ενώ μια μικρή μειονότητα έχει υπερπλασία (κι επομένως και υπερλειτουργία) και των τεσσάρων παραθυρεοειδών αδένων.
Όπως αναφέρθηκε, κεφαλαιώδους σημασίας για την επιτυχία της επέμβασης αυτής είναι ο ακριβής προεγχειρητικός εντοπισμός του παραθυρεοειδούς αδένα που πάσχει και φυσικά η διαφορική διάγνωση μεταξύ ενός μονήρους αδενώματος και μίας υπερπλασίας όλων των παραθυρεοειδών αδένων.
Η άρτια απεικόνιση της περιοχής με τη βοήθεια μιας σειράς απεικονιστικών μεθόδων (υπερηχογραφία, σπινθηρογράφημα Sestamibi, SPECT-CT, PET/CT χολίνης) συμβάλλει στην κατεύθυνση αυτή όπως επίσης και στην αναγνώριση ενός αδενώματος από έκτοπο παραθυρεοειδή αδένα, καθώς οι κάτω παραθυρεοειδείς αδένες παρουσιάζουν αξιοσημείωτες παραλλαγές ως προς την εντόπισή τους (μέχρι και στο ανώτερο μεσοθωράκιο!)
Η επέμβαση διενεργείται μέσω μιας ελάχιστης τομής ή και ενδοσκοπικά από τον τράχηλο. Η ανατομική και λειτουργική ακεραιότητα του παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρου εξασφαλίζεται με τη βοήθεια ηλεκτρομυογραφικής νευροπαρακολούθησης και η εκτομή του αδένα που πάσχει επιβεβαιώνεται με τη βοήθεια ταχείας βιοψίας, με τη χρήση κάμερας φθορισμού και με τον διεγχειρητικό προσδιορισμό της παραθορμόνης (ορμόνης που παράγεται από τους παραθυρεοειδείς).
Στις σπανιότερες περιπτώσεις υπερπλασίας όλων των παραθυρεοειδών αδένων (π.χ. δευτεροπαθής ή τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμού) ενδείκνυται η ολική παραθυρεοειδεκτομή με αυτομεταμόσχευση ενός κατάλληλα επεξεργασμένου τμήματος παραθυρεοειδούς αδένα είτε στους μύες του τραχήλου είτε στο αντιβράχιο, με σκοπό την πρόληψη μόνιμου υποπαραθυρεοειδισμού.